- ἀστειευόμενος
- ἀστειεύομαιpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερεσχελώ — ἐρεσχελῶ, έω (AM) (Α και ἐρεσχηλῶ) 1. αστειεύομαι 2. μιλάω επιπόλαια, ανόητα 3. φλυαρώ 4. αστειεύομαι με χυδαίες εκφράσεις μσν. διαπληκτίζομαι, ανταγωνίζομαι αρχ. 1. πειράζω κάποιον αστειευόμενος, στενοχωρώ, ενοχλώ κάποιον 2. βρίσκω κάποια… … Dictionary of Greek
μωκώμαι — μωκῶμαι, άομαι (ΑΜ) χλευάζω, περιπαίζω κάποιον κάνοντας μιμητικούς μορφασμούς («καὶ τὸ μὲν πρῶτον κιχλύζουσα μετ ἐκείνης καὶ μωκωμένη, τὴν δυσμένειαν ἐνεδείκνυτο», Αλκίφρ.) αρχ. 1. (για την καμήλα) μυκώμαι 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ.) μωκώμενος… … Dictionary of Greek
Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… … Dictionary of Greek